- μονωτήρας
- μονωτήρας, ο και μονωτής, οσώμα κακός αγωγός του ηλεκτρισμού, που χρησιμεύει στην απομόνωση ηλεκτρικών αγωγών (καλωδίων, συσκευών κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.